- παρατονισμός
- οο λανθασμένος, ο ανακριβής τονισμός μιας λέξης, ο τονισμός σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά δέχεται τον τόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρατονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.